- ἠρέμισις
- ἠρέμ-ισις, εως, ἡ,A tranquillizing,
πράϋνσις ἠ. ὀργῆς Arist.Rh.1380a8
(-ησις codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πράϋνσις ἠ. ὀργῆς Arist.Rh.1380a8
(-ησις codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.